Στις 29-30 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε η 1η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σ’ αυτή συμμετείχαν, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 900 σύνεδροι εκπροσωπώντας περίπου 3.000 μέλη. Τα κείμενα που συζητήθηκαν και ψηφίστηκαν ήταν η «Πολιτική Απόφαση» και οι «Οργανωτικές Αρχές».
Στο κείμενο για τις «Οργανωτικές Αρχές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ» πραγματοποιείται μια τομή με την μέχρι τώρα οργανωτική κατάστασή της. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετεξελίσσεται πλέον από ένα μέτωπο ορισμένων οργανώσεων και αγωνιστών της άκρας αριστεράς σε ένα κόμμα ή τουλάχιστον σε ένα πρόπλασμα κόμματος. Αν και στην πρώτη σειρά του κειμένου ξεκαθαρίζεται ότι η «ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα πολιτικό μέτωπο», στις παρακάτω παραγράφους διατυπώνεται το ακριβώς αντίθετο: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έχει πλέον μέλη «όποιον συμφωνεί με τις βασικές πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις (…),
αποδέχεται τις αρχές της δημοκρατικής συγκρότησης, συμμετέχει σε μια τοπική κλαδική επιτροπή, πληρώνει τη συνδρομή του και συμβάλει στην υλοποίηση των αποφάσεων και των πρωτοβουλιών της». Επίσης, ορίζεται συνδιάσκεψη κάθε χρόνο, από την οποία εκλέγεται ένα Πανελλαδικό Συντονιστικό από 101 μέλη (που θα συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο) και μια Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή με 21 μέλη που «θα έχει και την ευθύνη της υλοποίησης των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης και της πολιτικής λειτουργίας και εκπροσώπησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι την επόμενη Συνδιάσκεψη». Τέλος, κάθε μέλος θα πρέπει να συμμετάσχει σε μια Τοπική ή Κλαδική Επιτροπή, οι οποίες θα διευθύνονται από Συντονιστική Επιτροπή (που θα κρατά το μητρώο των μελών), θα συνεδριάζουν τακτικά και στις οποίες θα παίρνονται αποφάσεις με απλή πλειοψηφία.
Ανεξάρτητα από το αν αυτή η δομή είναι δημοκρατική ή όχι, η ουσία είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετεξελίσσεται σε ένα κόμμα. Οπότε το ουσιαστικό ερώτημα είναι: τι είδους κόμμα θα είναι αυτό; Και αν κρίνουμε από το κείμενο της «Πολιτικής Απόφασης» και την μέχρι τώρα πρακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε μάλλον βαδίζουμε προς ένα «αντικαπιταλιστικό» κόμμα παρόμοιου τύπου με αυτά που δημιουργούνται στην Ευρώπη (κυρίως με πρωτοβουλία της ηγεσίας της «Ενιαίας Γραμματείας της 4ης Διεθνούς») και τα οποία συνιστούν μια μετάβαση από την αντικαπιταλιστική/επαναστατική αριστερά προς τον κεντρισμό και τον ρεφορμισμό, παρ’ όλα τα προσχήματα που δημιουργούνται για τη συγκάλυψη αυτής της μετάβασης.
Όσον αφορά στο κείμενο της «Πολιτικής Απόφασης», είναι σε γενικές γραμμές αρκετά ελλιπές, θολό, αδύναμο και -το ακόμα χειρότερο- φαίνεται να αφήνει ανοιχτούς όλους τους δρόμους, μέχρι και προς μια ρεφορμιστική κατεύθυνση. Όπως και να ’χει, οι βασικές αδυναμίες της «Πολιτικής Απόφασης» είναι:
(1) Η ανάλυση για την οικονομική κρίση του παγκόσμιου και ελληνικού καπιταλισμού είναι αρκετά ελλιπής και επιφανειακή, αντανάκλαση όλων των αδυναμιών που έχουν επιδείξει όλες αυτές οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς στην κατανόηση της κρίσης. Αν και στο κείμενο αναφέρεται ότι πρόκειται για μια «δομική κρίση», αυτή κατανοείται μάλλον με την έννοια του βάθους παρά με την έννοια της παρακμής και των αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος, της οικονομικής αλλά και κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, ηθικής και οικολογικής κρίσης – και ακόμα λιγότερο με την έννοια της αποτυχίας όλων των στρατηγικών επιλογών της αστικής τάξης να αντιμετωπίσει την κρίση (νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη κλπ.). Για να μην αναφερθούμε σε άλλες διατυπώσεις, όπως ότι «η οικονομική κρίση είναι μια κρίση υπερσυσσώρευσης», αντίληψη που υπονοεί ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί απλά με μια μεγάλη επίθεση στο εργατικό κίνημα. Ιδιαίτερα για τον ελληνικό καπιταλισμό, δεν αναφέρεται ότι η κρίση του δεν είναι ούτε αντιστρέψιμη ούτε διαχειρήσιμη. Αυτές οι ελλείψεις ή παρανοήσεις της ουσίας της κρίσης όχι μόνο εμποδίζουν την κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων και αλλαγών, αλλά αντικειμενικά ανοίγουν το δρόμο και για μια άλλου είδους διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, άσχετα αν σε άλλο σημείο του κειμένου αυτή απορρίπτεται.
(2) Οι μεγαλύτερες όμως ελλείψεις του κειμένου έχουν να κάνουν με την κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης καθώς και με μια ουσιαστική αποτίμηση των εξελίξεων όλου του κύματος αγώνων της τελευταίας διετίας – και κατ’ επέκταση της πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Παρά τις λίγες σκόρπιες εκφράσεις όπως «Η αστική πολιτική ηγεμονία κλονίζεται βαθιά κάτω από την επίδραση των αγώνων. Κρίσιμα ρήγματα καταγράφονται στις κοινωνικές συμμαχίες των ηγεμονικών μερίδων του κεφαλαίου…», σε όλο το κείμενο υπάρχει μια υποτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης: (α) Της ραγδαίας φτωχοποίησης των εργαζομένων, της εργατικής αριστοκρατίας και των μικροαστικών στρωμάτων, φτωχοποίηση που οδηγεί στην όξυνση της κρίσης του μπλοκ της αστικής εξουσίας (και κυρίως στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ), της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των ρεφορμιστικών κομμάτων ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. (β) Της πολιτικοποίησης-ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, της απόρριψη από μέρους τους της καθεστηκυίας τάξης (αν όχι του καθεστώτος), της έστω και υποτυπώδους αναζήτησης για κάτι το ριζικά καινούριο και διαφορετικό κ.α.
Ειδικά για τα ρεφορμιστικά κόμματα υπάρχει μια θορυβώδης απουσία της κριτικής τους. Αν και στο κείμενο επιχειρείται ένας διαχωρισμός με λογικές «κυβερνητισμού» ή «λαϊκής εξουσίας μέσα στον καπιταλισμό», δεν υπάρχει ούτε η καταδίκη της ρεφορμιστικής πολιτικής και των ρεφορμιστικών κομμάτων καθώς και της πολιτικής τους την τελευταία διετία. Ακόμη περισσότερο, υπάρχει μια εκκωφαντική σιωπή για την ανικανότητα των ρεφορμιστών να οργανώσουν μια μαζική αντίσταση ή νικηφόρους αγώνες ακόμη και για την υπεράσπιση των σημερινών κατακτήσεων. Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο κείμενο για την ανάγκη όχι μόνο για σύγκρουση με τις κυβερνητικές πολιτικές αλλά και με τη ρεφορμιστική πολιτική (που αποτελεί έναν θανάσιμο κίνδυνο), ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για λαϊκομετωπικές συμμαχίες με τους ρεφορμιστές.
(3) Η βασικότερη αδυναμία όμως είναι οι ελλείψεις στο σχέδιο αγώνων όχι μόνο για την αντιμετώπιση της επίθεσης αλλά και για την ανατροπή αυτής της παρηκμασμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, όρος που είναι απαραίτητος τόσο για τη δημιουργία των όποιων πολιτικών συμμαχιών όσο και για την πολιτική συγκρότηση των μαζών πάνω σ’ ένα επαναστατικό πρόγραμμα. Ένα τέτοιο σχέδιο αγώνων είναι: (α) Μια ενωτική πολιτική, με την ενότητα μέσα στους αγώνες και πάλη για την ενότητα πάνω σε ένα πρόγραμμα σωτηρίας των εργαζομένων και στη βάση της ταξικής ανεξαρτησίας. (β) Η ανασυγκρότηση και ανασύνθεση του κινήματος, δηλαδή -μαζί με μια ενωτική πολιτική- οι ρήξεις με τις συνδικαλιστικές και ρεφορμιστικές ηγεσίες (δημιουργία αντικαπιταλιστικών τάσεων κ.α.). (γ) Η προώθηση όλων των μορφών αυτοοργάνωσης, αναζωογόνηση και ανάπτυξη των συνδικάτων, δημιουργία νέων συνδικάτων κλπ. (δ) Η προώθηση αποφασιστικών μορφών πάλης κ.α. Ορισμένοι από αυτούς τους άξονες αναφέρονται σκόρπια μέσα στο κείμενο, ενώ άλλοι όχι – αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έστω κι έτσι, δεν λέει να τα εφαρμόσει στην πράξη και κυρίως δεν φαίνεται να τα χρησιμοποιεί ως βάση για τις πολιτικές της συμμαχίες.
(4) Όλες οι μέχρι τώρα αδυναμίες και κυρίως η τρίτη ολοκληρώνονται με την επικίνδυνα αόριστη αναφορά του κειμένου στο λεγόμενο «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής». Αυτό το υποτιθέμενο αγωνιστικό μέτωπο δεν έχει σαν βάση του ούτε ένα πρόγραμμα σωτηρίας ούτε ένα σχέδιο αγώνων ούτε το συγκεκριμένο στόχο ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και εγκαθίδρυσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας – και δεν αποσαφηνίζεται επίσης (μέσα από τις διάφορες γενικόλογες αναφορές) με ποιες πολιτικές δυνάμεις θα γίνει. Συνεπώς αφήνεται ανοιχτός ο δρόμος και για ένα «νέο ΕΑΜ», δηλαδή για ένα νέο Λαϊκό Μέτωπο, παρά τις σκόρπιες και αδύναμες αμφισβητήσεις μιας ρεφορμιστικής στρατηγικής που υπάρχουν μέσα στο κείμενο.
Μένει λοιπόν να δούμε που θα οδηγήσει αυτή η πολιτική απόφαση – αν και με τις «ασάφειές» της και κυρίως σε συνδυασμό με την μετεξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κόμμα, πολύ φοβόμαστε ότι ανοίγει πλέον ο δρόμος για ένα «αντικαπιταλιστικό» κόμμα, για μια υποχώρηση προς τον ρεφορμισμό.
Στο κείμενο για τις «Οργανωτικές Αρχές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ» πραγματοποιείται μια τομή με την μέχρι τώρα οργανωτική κατάστασή της. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετεξελίσσεται πλέον από ένα μέτωπο ορισμένων οργανώσεων και αγωνιστών της άκρας αριστεράς σε ένα κόμμα ή τουλάχιστον σε ένα πρόπλασμα κόμματος. Αν και στην πρώτη σειρά του κειμένου ξεκαθαρίζεται ότι η «ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα πολιτικό μέτωπο», στις παρακάτω παραγράφους διατυπώνεται το ακριβώς αντίθετο: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έχει πλέον μέλη «όποιον συμφωνεί με τις βασικές πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις (…),
αποδέχεται τις αρχές της δημοκρατικής συγκρότησης, συμμετέχει σε μια τοπική κλαδική επιτροπή, πληρώνει τη συνδρομή του και συμβάλει στην υλοποίηση των αποφάσεων και των πρωτοβουλιών της». Επίσης, ορίζεται συνδιάσκεψη κάθε χρόνο, από την οποία εκλέγεται ένα Πανελλαδικό Συντονιστικό από 101 μέλη (που θα συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο) και μια Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή με 21 μέλη που «θα έχει και την ευθύνη της υλοποίησης των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης και της πολιτικής λειτουργίας και εκπροσώπησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι την επόμενη Συνδιάσκεψη». Τέλος, κάθε μέλος θα πρέπει να συμμετάσχει σε μια Τοπική ή Κλαδική Επιτροπή, οι οποίες θα διευθύνονται από Συντονιστική Επιτροπή (που θα κρατά το μητρώο των μελών), θα συνεδριάζουν τακτικά και στις οποίες θα παίρνονται αποφάσεις με απλή πλειοψηφία.
Ανεξάρτητα από το αν αυτή η δομή είναι δημοκρατική ή όχι, η ουσία είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετεξελίσσεται σε ένα κόμμα. Οπότε το ουσιαστικό ερώτημα είναι: τι είδους κόμμα θα είναι αυτό; Και αν κρίνουμε από το κείμενο της «Πολιτικής Απόφασης» και την μέχρι τώρα πρακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε μάλλον βαδίζουμε προς ένα «αντικαπιταλιστικό» κόμμα παρόμοιου τύπου με αυτά που δημιουργούνται στην Ευρώπη (κυρίως με πρωτοβουλία της ηγεσίας της «Ενιαίας Γραμματείας της 4ης Διεθνούς») και τα οποία συνιστούν μια μετάβαση από την αντικαπιταλιστική/επαναστατική αριστερά προς τον κεντρισμό και τον ρεφορμισμό, παρ’ όλα τα προσχήματα που δημιουργούνται για τη συγκάλυψη αυτής της μετάβασης.
Όσον αφορά στο κείμενο της «Πολιτικής Απόφασης», είναι σε γενικές γραμμές αρκετά ελλιπές, θολό, αδύναμο και -το ακόμα χειρότερο- φαίνεται να αφήνει ανοιχτούς όλους τους δρόμους, μέχρι και προς μια ρεφορμιστική κατεύθυνση. Όπως και να ’χει, οι βασικές αδυναμίες της «Πολιτικής Απόφασης» είναι:
(1) Η ανάλυση για την οικονομική κρίση του παγκόσμιου και ελληνικού καπιταλισμού είναι αρκετά ελλιπής και επιφανειακή, αντανάκλαση όλων των αδυναμιών που έχουν επιδείξει όλες αυτές οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς στην κατανόηση της κρίσης. Αν και στο κείμενο αναφέρεται ότι πρόκειται για μια «δομική κρίση», αυτή κατανοείται μάλλον με την έννοια του βάθους παρά με την έννοια της παρακμής και των αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος, της οικονομικής αλλά και κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, ηθικής και οικολογικής κρίσης – και ακόμα λιγότερο με την έννοια της αποτυχίας όλων των στρατηγικών επιλογών της αστικής τάξης να αντιμετωπίσει την κρίση (νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη κλπ.). Για να μην αναφερθούμε σε άλλες διατυπώσεις, όπως ότι «η οικονομική κρίση είναι μια κρίση υπερσυσσώρευσης», αντίληψη που υπονοεί ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί απλά με μια μεγάλη επίθεση στο εργατικό κίνημα. Ιδιαίτερα για τον ελληνικό καπιταλισμό, δεν αναφέρεται ότι η κρίση του δεν είναι ούτε αντιστρέψιμη ούτε διαχειρήσιμη. Αυτές οι ελλείψεις ή παρανοήσεις της ουσίας της κρίσης όχι μόνο εμποδίζουν την κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων και αλλαγών, αλλά αντικειμενικά ανοίγουν το δρόμο και για μια άλλου είδους διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, άσχετα αν σε άλλο σημείο του κειμένου αυτή απορρίπτεται.
(2) Οι μεγαλύτερες όμως ελλείψεις του κειμένου έχουν να κάνουν με την κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης καθώς και με μια ουσιαστική αποτίμηση των εξελίξεων όλου του κύματος αγώνων της τελευταίας διετίας – και κατ’ επέκταση της πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Παρά τις λίγες σκόρπιες εκφράσεις όπως «Η αστική πολιτική ηγεμονία κλονίζεται βαθιά κάτω από την επίδραση των αγώνων. Κρίσιμα ρήγματα καταγράφονται στις κοινωνικές συμμαχίες των ηγεμονικών μερίδων του κεφαλαίου…», σε όλο το κείμενο υπάρχει μια υποτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης: (α) Της ραγδαίας φτωχοποίησης των εργαζομένων, της εργατικής αριστοκρατίας και των μικροαστικών στρωμάτων, φτωχοποίηση που οδηγεί στην όξυνση της κρίσης του μπλοκ της αστικής εξουσίας (και κυρίως στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ), της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των ρεφορμιστικών κομμάτων ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. (β) Της πολιτικοποίησης-ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, της απόρριψη από μέρους τους της καθεστηκυίας τάξης (αν όχι του καθεστώτος), της έστω και υποτυπώδους αναζήτησης για κάτι το ριζικά καινούριο και διαφορετικό κ.α.
Ειδικά για τα ρεφορμιστικά κόμματα υπάρχει μια θορυβώδης απουσία της κριτικής τους. Αν και στο κείμενο επιχειρείται ένας διαχωρισμός με λογικές «κυβερνητισμού» ή «λαϊκής εξουσίας μέσα στον καπιταλισμό», δεν υπάρχει ούτε η καταδίκη της ρεφορμιστικής πολιτικής και των ρεφορμιστικών κομμάτων καθώς και της πολιτικής τους την τελευταία διετία. Ακόμη περισσότερο, υπάρχει μια εκκωφαντική σιωπή για την ανικανότητα των ρεφορμιστών να οργανώσουν μια μαζική αντίσταση ή νικηφόρους αγώνες ακόμη και για την υπεράσπιση των σημερινών κατακτήσεων. Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο κείμενο για την ανάγκη όχι μόνο για σύγκρουση με τις κυβερνητικές πολιτικές αλλά και με τη ρεφορμιστική πολιτική (που αποτελεί έναν θανάσιμο κίνδυνο), ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για λαϊκομετωπικές συμμαχίες με τους ρεφορμιστές.
(3) Η βασικότερη αδυναμία όμως είναι οι ελλείψεις στο σχέδιο αγώνων όχι μόνο για την αντιμετώπιση της επίθεσης αλλά και για την ανατροπή αυτής της παρηκμασμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, όρος που είναι απαραίτητος τόσο για τη δημιουργία των όποιων πολιτικών συμμαχιών όσο και για την πολιτική συγκρότηση των μαζών πάνω σ’ ένα επαναστατικό πρόγραμμα. Ένα τέτοιο σχέδιο αγώνων είναι: (α) Μια ενωτική πολιτική, με την ενότητα μέσα στους αγώνες και πάλη για την ενότητα πάνω σε ένα πρόγραμμα σωτηρίας των εργαζομένων και στη βάση της ταξικής ανεξαρτησίας. (β) Η ανασυγκρότηση και ανασύνθεση του κινήματος, δηλαδή -μαζί με μια ενωτική πολιτική- οι ρήξεις με τις συνδικαλιστικές και ρεφορμιστικές ηγεσίες (δημιουργία αντικαπιταλιστικών τάσεων κ.α.). (γ) Η προώθηση όλων των μορφών αυτοοργάνωσης, αναζωογόνηση και ανάπτυξη των συνδικάτων, δημιουργία νέων συνδικάτων κλπ. (δ) Η προώθηση αποφασιστικών μορφών πάλης κ.α. Ορισμένοι από αυτούς τους άξονες αναφέρονται σκόρπια μέσα στο κείμενο, ενώ άλλοι όχι – αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έστω κι έτσι, δεν λέει να τα εφαρμόσει στην πράξη και κυρίως δεν φαίνεται να τα χρησιμοποιεί ως βάση για τις πολιτικές της συμμαχίες.
(4) Όλες οι μέχρι τώρα αδυναμίες και κυρίως η τρίτη ολοκληρώνονται με την επικίνδυνα αόριστη αναφορά του κειμένου στο λεγόμενο «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής». Αυτό το υποτιθέμενο αγωνιστικό μέτωπο δεν έχει σαν βάση του ούτε ένα πρόγραμμα σωτηρίας ούτε ένα σχέδιο αγώνων ούτε το συγκεκριμένο στόχο ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και εγκαθίδρυσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας – και δεν αποσαφηνίζεται επίσης (μέσα από τις διάφορες γενικόλογες αναφορές) με ποιες πολιτικές δυνάμεις θα γίνει. Συνεπώς αφήνεται ανοιχτός ο δρόμος και για ένα «νέο ΕΑΜ», δηλαδή για ένα νέο Λαϊκό Μέτωπο, παρά τις σκόρπιες και αδύναμες αμφισβητήσεις μιας ρεφορμιστικής στρατηγικής που υπάρχουν μέσα στο κείμενο.
Μένει λοιπόν να δούμε που θα οδηγήσει αυτή η πολιτική απόφαση – αν και με τις «ασάφειές» της και κυρίως σε συνδυασμό με την μετεξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κόμμα, πολύ φοβόμαστε ότι ανοίγει πλέον ο δρόμος για ένα «αντικαπιταλιστικό» κόμμα, για μια υποχώρηση προς τον ρεφορμισμό.
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Δεκέμβριος 2011